Ελιά Γενικές Πληροφορίες

Αναρτήθηκε από elmoute 06/06/2018 0 ΣΧΟΛΙΑ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗ ΑΞΙΑ,

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΟΝΟΜΑΣΙΑ <<OLEA EUROPEA>>

 

 

Αγριελιά στην  περιοχή Κορώνης


Η άγρια ελιά φαίνεται πως εμφανίστηκε αρχικά στη λεκάνη της Μεσογείου. Oι πρώτες γραπτές μαρτυρίες για την καλλιέργεια της ελιάς προέρχονται από την Έλβα (Βόρεια Συρία), όπου ανακαλύφθηκαν πινακίδες οι οποίες χρονολογούνται από τα μέσα της 3ης χιλιετίας π.X. και μιλάνε για μεγάλη παραγωγή λαδιού στην περιοχή.

Aνάλογες πληροφορίες, χρονολογούμενες από τη δεύτερη χιλιετία, υπάρχουν και για την περιοχή της Παλαιστίνης. Ο De Candole στη μελέτη του «Origin des plantes cultivees» αναφέρει ότι η καλλιέργεια της ελιάς ήταν γνωστή 4000 έτη π.χ. και ότι το δέντρο κατάγεται από τα παράλια της Μ. Ασίας, βασιζόμενος στην ύπαρξη αυτοφυούς βλάστησης άγριας ελιάς, καθώς και στα κείμενα αρχαίων συγγραφέων και σε ευρήματα ανασκαφών ΣΣΔ

 

 

Μυκηναϊκός θολωτός τάφος (1680-1060 πχ)

 

Η ελιά, με εστία προέλευσης τη βόρεια Συρία, διαδόθηκε στα ελληνικά νησιά και την ηπειρωτική Ελλάδα απo τους Φωκείς και το 600 π.χ. πέρασε στην Ιταλία, τη Σικελία και τη Σαρδηνία. Τέλος, στην Ισπανία έφτασε διαμέσου δύο δρόμων, του ελληνορωμαϊκού και του σημιτικού (Άραβες).

 


Παλάτι του ΝΕΣΤΟΡΑ


Γιγαντιαίος πίθος με κάλυμμα, του οποίου το σώμα φέρει ανάγλυφη διακόσμηση από οριζόντιους δακτυλίους, όπως ακριβώς και τα σημερινά παραδοσιακά πιθάρια της Κορώνης. Βρέθηκε σε κομμάτια  και υπολογίζεται ότι περιείχε λάδι.

 

 

Πρόσφατες έρευνες στις Kυκλάδες έφεραν στο φως απολιθωμένα φύλλα ελιάς, τα οποία σύμφωνα με τις σύγχρονες μεθόδους χρονολόγησης φαίνεται να είναι ηλικίας 60.000 ετών.

 


Στην  Ελλάδα, η ελιά καλλιεργείται από τους πολύ παλαιούς χρόνους, όπως αποδεικνύεται από τα ευρήματα των ανασκαφών. Στις Μυκήνες για παράδειγμα βρέθηκε κομμάτι ασημένιου αγγείου που απεικονίζει ελιά, ενώ στην ίδια περιοχή οι Σλήμαν και Τούντας βρήκαν πυρήνες ήμερης ελιάς. Την υπόθεση αυτή ενισχύει και το γεγονός ότι το όνομα της ελιάς είναι ελληνικό και διατηρήθηκε και σε άλλες γλώσσες.

 


Μικρός κλήρος σε άγονο  έδαφος


Στη Θήρα και την Κνωσό βρέθηκαν τοιχογραφίες με θέμα την ελιά, καθώς και συσκευές που έμοιαζαν με ελαιοπιεστήρια. Σύμφωνα με το Γάλλο ερευνητή Paul Faure, οι κάτοικοι της νεολιθικής Κρήτης ήταν εκείνοι που πρώτοι καλλιέργησαν την ήμερη ελιά. Επίσης, κατά τον Β. Κρίμπα, η καλλιέργεια της στην Κρήτη τοποθετείται μεταξύ 1500 και 2000 π.χ.
Στη Μινωική εποχή υπήρξε ιερό δένδρο και το κλαδί της εμφανίζεται ως σύμβολο στην ιερογλυφική γραφή της Κρήτης.

 


Εγκαταλειμμένο παραδοσιακό ελαιοτριβείο 1950.


Σήμερα η ελιά καλλιεργείτε σε πέντε ηπείρους  με την Ελλάδα να κατέχει την Τρίτη θέση σε παραγωγή ελαιολάδου και την πρώτη θέση σε παραγωγή βρώσιμης ελιάς. Όσο αναφορά τον νομό Μεσσηνίας είναι ένας απέραντος ελαιώνας, που παράγει το παγκοσμίως φήμης ελαιόλαδο Καλαμάτας, είναι η γη του λαδιού και της ελιάς. 
Οι καλλιεργούμενες  ποικιλίες είναι , κορωναίικη, μαυροελιά, ματσολιά και η βρώσιμη ελιά Καλαμών (χοντροελιά).
Η κορωναίικη ποικιλία οφείλει το όνομα της στην Κορώνη, μία πόλη λίγα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Καλαμάτας.

 

Ανεπτυγμένο δένδρο με μεγάλους βραχίονες


Λόγω  της γεωγραφικής της θέσης και τις γεωφυσικές συνθήκες που επικρατούν (ηλιοφάνεια 3000 ωρών το χρόνο), μικρός κλήρος που επιτρέπει σε κάθε παραγωγό να περιποιέται τα ελαιόδεντρα του. Μοιάζει να έχει σταματήσει ο χρόνος στη συλλογή του ελαιοκάρπου, που γίνεται με παραδοσιακές μεθόδους για να εξαχθεί ένα προϊόν υψηλής βιολογικής αξίας. 

Ο καρπός της ελιάς αποτελείται από 70% νερό. Περιέχει ελευρωπαΐνη, η οποία παρουσιάζει φαρμακευτικές ιδιότητες αλλά σχεδόν εξαφανίζεται στον ώριμο καρπό και σάκχαρα όπως είναι η γλυκόζη, η φρουκτόζη, η γαλακτόζη και η σακχαρόζη. Ακόμη, περιέχει πρωτεΐνες σε συγκέντρωση 1,5-3%, οι οποίες κατά την εξαγωγή του ελαιολάδου σχηματίζουν γαλάκτωμα με τις λιπαρές ουσίες, το οποίο κάνει το προϊόν να μην είναι αρχικά διαυγές. Έχει ακόμα λιπαρές ουσίες σε συγκέντρωση 19-33%, όπως τριγλυκερίδια λιπαρών οξέων (ελαϊκό οξύ, παλμιτικό οξύ, λινολεϊκό οξύ ) και βιταμίνες (C, Α, Β¹, Β² & D).


Τα συστατικά του ελαιολάδου διακρίνονται σε ασαπωνοποίητα, όπως είναι οι υδρογονάνθρακες και οι λιπαρές αλκοόλες, και σε σαπωνοποιήσιμα, όπως τα τριγλυκερίδια, τα ελεύθερα λιπαρά οξέα και τα φωσφατίδια. Στο παρθένο ελαιόλαδο τα σαπωνοποιήσιμα συστατικά κυμαίνονται από 0,5% έως 1,5%, ενώ στο πυρηνέλαιο (που παραλαμβάνεται με διαλύτη) φτάνουν το 2,5%.

Τα σημαντικότερα λιπαρά οξέα του ελαιολάδου είναι ακόρεστα, με το μονοακόρεστο ελαïκό σε αναλογία έως και 83%, που το διαφοροποιεί από τα σπορέλαια που περιέχουν κυρίως πολυακόρεστα. Μάλιστα, ενώ το ελαïκό απαντά σε μεγάλο ποσοστό στο ελαιόλαδο, το λινελαïκό απαντά στο ίδιο περίπου ποσοστό με αυτό του μητρικού γάλακτος, γεγονός στο οποίο αποδίδεται η μεγάλη αφομοίωση από τον ανθρώπινο οργανισμό.

ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟΥ ΣΕ ΛΙΠΑΡΑ ΟΞΕΑ
Ελαïκό    56-83%
Παλμιτικό    7,5-20%
Λινελαïκό    3,5-20%
Στεατικό    0,5-5%
Παλμιτολεïκό    0,3-3,5%
Λινολενικό    0,0-1,5%
Μυριστικό    0,0-0,1%
Αραχιδικό    <0,8%
Βεχενικό    <0,2%
Λιγνοκερικό    <1%
Επταδεκανοïκό    <0,5%
Επταδεκεναïκό    <0,6%

Ακόμη, το ελαιόλαδο είναι πλούσιο σε καροτενοειδή, χλωροφύλλες (κυρίως στο αγουρέλαιο), τοκοφερόλες, που αποτελούν φυσικά αντιοξειδωτικά, στερόλες και φαινόλες (τυροσόλη, υδροξυτυροσόλη) με αξιόλογη αντιοξειδωτική δράση.
Σημαντική είναι η αντιοξειδωτική δράση της βιταμίνης Ε (τοκοφερόλη-α), καθώς λειτουργεί προστατευτικά ως προς τη βιταμίνη Α, βοηθώντας μια ορισμένη ποσότητά της να δράσει για περισσότερο χρόνο.

Η βιταμίνη Α είναι απαραίτητη στον άνθρωπο για την ομαλή του ανάπτυξη, την καλή όραση, το υγειές δέρμα κ.α.
Οι φαινόλες είναι αντιοξειδωτικές ουσίες που προστατεύουν τα κύτταρα από το οξειδωτικό στρες, το ενεργό οξυγόνο και τις ελεύθερες ρίζες που ευθύνονται για τις βλάβες στο DNA και θεωρούνται πρωταρχικοί παράγοντες σοβαρών ασθενειών.
Το σκουαλένιο, ο κυριότερος υδρογονάνθρακας του ελαιολάδου, είναι ενδιάμεσο προϊόν της βιοσύνθεσης της χοληστερίνης και περιέχεται σε μεγαλύτερο ποσοστό από ότι σε κάθε άλλο φυτικό έλαιο.

Συγκεκριμένα, η περιεκτικότητα του ελαιόλαδου σε σκουαλένιο κυμαίνεται από 136-708 mg ανά 100 γρ. Είναι χημική ένωση που δομικά μοιάζει με τη β-καροτένη και συμμετέχει στη σύνθεση της χοληστερόλης. Κατανέμεται σε ολόκληρο το ανθρώπινο σώμα, αλλά κυρίως στο δέρμα και γι' αυτό χρησιμοποιείται στην κοσμητική ως φυσικός ενυδατικός παράγοντας. Μελέτες έχουν δείξει ότι η λήψη του μέσω της διατροφής έχει προστατευτική δράση κατά του καρκίνου, ενώ είναι ισχυρό κατασταλτικό του οξυγόνου και συμβάλλει στην υγεία των ματιών.
Οι στερόλες του ελαιολάδου φαίνεται να παρουσιάζουν αντικαρκινική δράση και ιδιαίτερα η β-σιτοστερόλη.

 

 

 

Οι στερόλες του ελαιολάδου φαίνεται να παρουσιάζουν αντικαρκινική δράση και ιδιαίτερα η β-σιτοστερόλη. Σύμφωνα με μελέτες η κατανάλωση ελαιολάδου από τη βρεφική ηλικία βοηθά στη σωστή ανάπτυξη του εγκεφάλου και του κεντρικού νευρικού συστήματος, καθώς επίσης και του σκελετού.
Οι  πολυάριθμες μελέτες, συμπεριλαμβανομένου και αυτής που δημοσιεύεται από την Αμερικανική Ένωση Καρδιάς, έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι που ακολουθούν μία διατροφή με μονοακόρεστα  λίπη, όπως η παραδοσιακή ελληνική διατροφή, έχουν έναν χαμηλότερο κίνδυνο για καρδιακές παθήσεις από τους ανθρώπους που τρώνε περισσότερα κορεσμένα λίπη, τα οποία περιέχονται στο βούτυρο και τη μαργαρίνη. 
Οι ερευνητές επίσης διαπίστωσαν ότι οι άνθρωποι που καταναλώνουν το ελαιόλαδο έχουν επίσης χαμηλότερο κίνδυνο για άλλες ασθένειες.

Οι μελέτες που πραγματοποιούνται στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ τμήμα Δημόσιας Υγείας δείχνουν μια σύνδεση μεταξύ της κατανάλωσης ελαιολάδου και μιας μείωσης της εμφάνισης του καρκίνου του μαστού και της οστεοπόρωσης. 
Και μια μελέτη του 1999 που πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο της Ιατρικής Αθηνών έδειξε ότι η μεσογειακή διατροφή μπορεί ακόμη και να βοηθήσει να προστατεύσει από την ρευματική αρθρίτιδα. Οι άνθρωποι που κατανάλωσαν το ελαιόλαδο και τα μέρη των μαγειρεμένων λαχανικών διέτρεχαν 39 τοις εκατό χαμηλότερο κίνδυνο από αυτήν την ασθένεια.